- σύμπλοκον
- σύμπλοκοςentwinedmasc/fem acc sgσύμπλοκοςentwinedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμπλοκος — η, ο / σύμπλοκος, ον, ΝΜΑ [συμπλέκω] νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες… … Dictionary of Greek
τριπόδειος — και ιων. τ. τριποδήϊος, ον, και ποιητ. τ. θηλ. τριποδηΐς, ίδος, ΜΑ [τρίπους, οδος] αυτός που έχει τρία πόδια, τρίποδος (α. «οὔπω μοι Πυθῶνι μέλει τριποδήϊος ἕδρη», Καλλ. β. «τριποδηΐδι σύμπλοκον ἕδρῃ, Νόνν.) … Dictionary of Greek